- γρυ
- (AM γρῡ)φρ. «δεν είπε γρυ > >δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιοςβ. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδροςγ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένηςδ. «καὶ ταῡτ' ἀποκρινομένω τὸ παράπαν οὐδὲ γρῡ», Αριστοφάνης)νεοελλ.φρ.. «δεν καταλαβαίνω, δεν σκαμπάζω γρυ» — δεν καταλαβαίνω τίποτε.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη, ο σχηματισμός τής οποίας έχει ερμηνευθεί από τον ήχο τού γρυλλίσματος τού γουρουνιού. Από τη φωνή τού ζώου και με αρνητική χρήση («ούτε ένα γρύλλισμα») κατέληξε να σημαίνει «ούτε συλλαβή, ούτε τόσο δα, καθόλου» (πρβλ. και λ. γρύζω)].
Dictionary of Greek. 2013.